Γράφει η Λιάνα Κανέλη
Αυτές οι γιορτές που κύλησαν μέσα σε μια αδιόρατη ψυχικά λάσπη, ένα επίστρωμα συγκρατημένης μελαγχολίας στην καλύτερη περίπτωση, αφήνοντας τη γεύση που έχει όχι απλώς το πολυδιαφημισμένο και ανακριβές «τέλος εποχής» αλλά το πραγματικό τέλος των ψευδαισθήσεων, κάτι από τη γλυκόπικρη γεύση του τελευταίου τσιγάρου που παραχωρείται ως ανθρώπινο δικαίωμα στους μελλοθάνατους, είχαν και μια εξίσου αδιόρατη δημιουργικότητα.
Μας προετοίμασαν καλά, καθώς περίσσεψε λίγος ανθρώπινος χρόνος ξεκούρασης, για την επανέναρξη και μάλιστα πανηγυρικά των εχθροπραξιών του ήδη μαινόμενου πολέμου.
Η σκέψη, αναγκαστική άμυνα σε συναισθηματικές φορτίσεις (πως να μην τις έχεις όταν άνθρωποι δίπλα σου πεθαίνουν κυριολεκτικά σαν τα σκυλιά στ’ αμπέλι, χωρίς περίθαλψη, συχνά και χωρίς καμιά αξιοπρέπεια, γονείς να καταρρέουν στην προσπάθεια να γεμίσουν ένα τραπέζι γιορτινό με τα στοιχειώδη, νέοι έτοιμοι να λακίσουν από τη ζωή γιατί δεν έμαθαν να κοιτάνε πέρα από τ’ ακροδάχτυλά τους…) ήρθε και φόρτωσε το 2012 στις πλάτες μας χωρίς μεν πανικό, αλλά ως πλήρες αδιέξοδο στην όψη
Ολοένα και περισσότεροι απ’ όσους είδα και μίλησα, άρχισαν να βυθίζονται σε μια ζοφερή μοιρολατρεία. Οχι κατ’ ανάγκην άλλοθι σε αδράνεια. Ολοένα και περισσότεροι απ’ αυτούς που έχουν ακόμη μια πετσοκομμένη δουλειά άρχισαν ασκήσεις ευκαμψίας με βαρύτατο τίμημα για να την κρατήσουν.
Ολοένα και περισσότεροι έγιναν δύσπιστοι και καχύποπτοι απέναντι σε κάθε πρόθεση για κοινό σχεδιασμό κι αντίσταση στα των καιρών. Κλείνουν ψυχές και στόματα. Αραιώνουν κι οι ψίθυροι ακόμη. Παιδιά αγέλαστα είπαν τα κάλαντα με αδικαιολόγητο φόβο στο βλέμμα. Ανοίγουν πόρτες και κλείνουν παράθυρα. Πόρτες για να μπει και να βγει ο όμοιος.
Αυτός που έχει να διηγηθεί κάτι χειρότερο απ’ αυτό που έχεις να του πεις. Κλείνουν παράθυρα για να μην μπει η μυρουδιά της φτώχειας ή για να μη φαίνεται πίσω από τις κουρτίνες της μικροαστικής γκλαμουριάς που εδώ και χρόνια αντικατέστησε εκείνη τη φυσική αρχοντιά που έχουν όσοι ζουν από τον κόπο τους και έχουν μάθει να σέβονται τα χέρια τους και τα χέρια των αλλονών, όταν δεν περισσεύει χρόνος για εκτονωτικές μούντζες.
Στο δίσεκτο ’12 , φορτωμένο μια μέρα παραπάνω, η αναμονή σκοτώνει. Αναμονή μιας καλοσχεδιασμένης καταδίκης της κοινωνίας να προσαρμοστεί και να επιζήσει υπό όρους βαλμένους από τον εχθρό, δυσβάσταχτους και καταστροφικούς και συνάμα εξευτελιστικούς. Η ταξική προπαγάνδα έκανε περίφημη δουλειά τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Ακύρωσε μάντεις και ποιητές, χτύπησε στη ρίζα την πρωτογενή σκέψη του ελεύθερου ανθρώπου φυλακίζοντας το μυαλό του σε παραθυράκια των ιντερνετικών κολαούζων και κουτάκια μοντέλων που θέλουν την οικονομία ξεκομμένη, σχεδόν μεταφυσική διαδικασία κοινωνικής συμβίωσης, λες και υπάρχει χωρίς ζωή, χωρίς εργασία και κεφάλαιο κλπ.
Η προπαγάνδα έχτισε επικίνδυνα με πολλά ακρωτηριασμένα μυαλά, μια πυραμίδα εννοιών που φαλκίδευσαν θεμελιώδεις πυλώνες της πολιτικής διαλεκτικής. Πας ν’ ανοίξεις μια κουβέντα και βλέπεις τον κοινωνικό αυτοματισμό να διαχωρίζει αμέσως την όποια παρέα, ομήγυρη, συντροφιά σε θεατές της πραγματικότητας από τη μια και δράστες από την άλλη.
Ο καθένας αυτοπροσδιορίζεται περιστασιακά ως ανήκων στη μια ή την άλλη «παράταξη» μέσα σε μια θολή αίθουσα πρόχειρου δικαστηρίου όπου ζώα ζούγκλας αναζητούν δικαιοσύνη και τιμωρία αυτοεξαιρούμενοι όλοι από την ποινή…
Ο συμβολισμός των Φώτων είναι χρήσιμος όταν στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεχόμαστε ακόμη να συζητάμε επί εννοιών όπως «οι κοινωνικοί εταίροι». Ο χυδαιότερος των όρων του σύγχρονου πολιτικού λεξιλογίου αυτός είναι, Εταίροι…
Από πότε και σε ποια βάση συμφερόντων και αναγκών συνεταιρίστηκαν οι θύτες με τα θύματα και η ζωή έγινε παράσταση κακόβουλου θεάτρου, ο μισθός επίδομα, η εργασία απασχόληση, το προσωρινό μόνιμο, ο πλούτος δανεικά, η παιδεία προνόμιο, η ύπαρξη αυτή καθαυτή της πλειονότητας των λαών κόστος των εκμεταλλευτών;
Αν δεν φωτιστεί αυτή η σκοτεινή πλευρά των εννοιών επί των οποίων εξαναγκάζεται να σκέφτεται και ν’ αποφασίζει τη μοίρα του ο λαός, τότε οι άνθρωποι θα αποθεώσουμε το κτήνος μέσα μας. Κι αυτός ο ανθρωποφάγος πολιτισμός θα εξελιχθεί σε μεσαίωνα που κυριαρχεί στο χρόνο.
Ενας γέροντας που κοιμήθηκε με ήσυχη συνείδηση, αυτήν του αβλαβούς, επέμενε να προβάλλει το δίλημμα: Η μύγα πάει στα σκατά κι η μέλισσα στα άνθη. Εσύ διαλέγεις πού θα πας και τι είσαι… Ακου εκεί, κοινωνικοί εταίροι… Φως τώρα! Η κοινωνία δεν είναι εταιρεία. Δεν είναι κρίση εταιρική και χρηματιστηριακή αυτό που ζούμε. Είναι πόλεμος!
tsantiri
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου